διαδηλώνω

διαδηλώνω
διαδήλωσα, κοινοποιώ τα αισθήματα ή τη θέση μου, διακηρύττω: Οι εργαζόμενοι διαδήλωσαν την αντίθεσή τους στην ασφαλιστική πολιτική της κυβέρνησης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διαδηλώνω — διαδηλώνω, διαδήλωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διαδηλώνω — (AM διαδηλῶ όω) [διάδηλος] καθιστώ κάτι ολοφάνερο 2. εκφράζω απροκάλυπτα, δημόσια 3. νεοελλ. πραγματοποιώ διαδήλωση (νεολογισμός) …   Dictionary of Greek

  • κηρύσσω — και κηρύττω κήρυξα, κηρύχτηκα, κηρυγμένος 1. κάνω γνωστό στο πλήθος με τον κήρυκα, διαδηλώνω, λέγω κάτι δημόσια: Κήρυξε επιστράτευση. 2. κηρύσσω το λόγο του Θεού. 3. «κηρυγμένος εχθρός», φανερός εχθρός: Είναι κηρυγμένος εχθρός της δημοκρατίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”